- αυτόρρυτος
- αὐτόρρυτος, -ον (Α)αυτός που ρέει από μόνος του ή που έχει δική του ροή.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + ρυτός < ρέω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτόρρυτον — αὐτόρρυτος self flowing masc/fem acc sg αὐτόρρυτος self flowing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτορρύτου — αὐτόρρυτος self flowing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτορρύτων — αὐτόρρυτος self flowing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτορρύτῳ — αὐτόρρυτος self flowing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτορύτου — αὐτόρρυτος self flowing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτορύτους — αὐτόρρυτος self flowing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόρρυτοι — αὐτόρρυτος self flowing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԻՆՔՆԱԲՈՒՂԽ — ( ) NBH 1 0856 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 12c ա. ԻՆՔՆԱԲՈՒԽ կամ ԻՆՔՆԱԲՈՒՂԽ. ինքնին բղխեալ. ʼի բնէ հոսեալ. որպէս յն. αὑτόρρυτος per se vel sponte profluens ինքիրմէ վազօղ. ... *Ինքնաբուխ ամենեցուն եւ բաւական առ պէտսն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)